κερματιστής

κερματιστής
2773 κερματιστής
{сущ., 1}
меновщик денег (Ин. 2:14).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κερματιστής" в других словарях:

  • κερματιστής — money changer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερματιστής — ο (Α κερματιστής) [κερματίζω] νεοελλ. αυτός που διαμελίζει, που κόβει κάτι σε κομμάτια, που κατακόβει σε τεμάχια αρχ. αυτός που αλλάζει νομίσματα, αργυραμοιβός, σαράφης …   Dictionary of Greek

  • κερματισταί — κερματιστής money changer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερματιστήν — κερματιστής money changer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερματιστῶν — κερματιστής money changer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερματιστάς — κερματιστά̱ς , κερματιστής money changer masc acc pl κερματιστά̱ς , κερματιστής money changer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • пеняжник — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (κερματιστής) денежный меняла (Ин. 2, 14) …   Словарь церковнославянского языка

  • Библейские денежные единицы — «Изгнание торгующих из храма». Николай Хабершрак, середина XV века Библейские денежные единицы  ближневосточные, древнегреческие, древнеримские и другие …   Википедия

  • κερμοδότης — κερμοδότης, ὁ (Α) αυτός που ανταλλάσσει χρήματα, κερματιστής*, αργυραμοιβός, σαράφης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα + δότης (< δότης < δίδωμι). Από το θ. τής ονομαστικής, αντί κερματο δότης (πρβλ. ζωο δότης, χρηματο δότης)] …   Dictionary of Greek

  • ԼՈՒՄԱՅԱՓՈԽ — (ի, ից.) NBH 1 0896 Chronological Sequence: Early classical, 14c ԼՈՒՄԱՅԱՓՈԽ կամ ԼՈՒՄԱՓՈԽ. κερματιστής nummularius. Սեղանաւոր, հատավաճառ. որ փոխէ զլումայս՝ զազգի ազգի դրամս տալով եւ առնելով. ... *Զլումափոխսն (կամ զլումայափոխսն) որ նստէին. Յհ. ՟Բ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»